- χιᾶς
- χιᾶ̱ς , χιάζωplay the Chianfut ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιάς — άδος, ἡ, Α ονομασία τού παιχνιδιού με τους αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖος «αστράγαλος» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] … Dictionary of Greek
Χίας — Χί̱ᾱς , Χῖος of fem acc pl Χί̱ᾱς , Χῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αποταχιά — κ. χιάς κ. χύ (Μ ἀποταχιά κ. χία) επίρρ. 1. από το πρωί 2. το πρωί, πολύ πρωί 3. νωρίς νεοελλ. αύριο το πρωί … Dictionary of Greek